- υποκαλύπτω
- ΜΑκαλύπτω κάτι από κάτω ή τό καλύπτω λίγοαρχ.μτφ. αμαυρώνω («ὑπεκάλυψεν ἡμᾱς ἡ ἀτιμία ἡμῶν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek